- σιδηρόνωτος
- σιδηρόνωτοςiron-backedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηρόνωτος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένια νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό νωτος] … Dictionary of Greek
σιδηρόνωτον — σιδηρόνωτος iron backed masc/fem acc sg σιδηρόνωτος iron backed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρονώτοις — σιδηρόνωτος iron backed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)